Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: φτάρνισμα
1 item total
φτάρνισμα το [ftárnizma] & φτέρνισμα το [ftérnizma] Ο49 : ακούσια, αντανακλαστική σύσπαση των αναπνευστικών μυώνων, που οφείλεται σε ερεθισμό του βλεννογόνου της μύτης και προκαλεί απότομη και ηχηρή εκπνοή αέρα από το στόμα και τη μύτη: Δυνατό / αλλεργικό ~. Mε πιάνει ~, φταρνίζομαι.

[μσν. *πτάρνισμα, πτέρνισμα με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] < πταρνισ- (πταρνίζομαι), πτερνισ- (πτερνίζομαι) -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go