Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: φρούριο
1 item total
φρούριο το [frúrio] Ο40 : 1. συγκρότημα οχυρωματικών κτισμάτων, περίκλειστο, για την προστασία ενός τόπου, μιας θέσης· (πρβ. κάστρο): Aπόρθητο / ισχυρό ~. Στην κορυφή του λόφου δεσπόζει ένα ~. 2. (μτφ.) καθετί που μοιάζει με φρούριο ή που λειτουργεί ως φρούριο: Iπτάμενο ~, για βαρύ και θωρακισμένο αεροπλάνο.

[λόγ.: 1: αρχ. φρούριον· 2: σημδ. αγγλ. flying fortress]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go