Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: φρεσκάδα
1 item total
φρεσκάδα η [freskáδa] Ο26 : η ιδιότητα του φρέσκου. 1. η ιδιότητα του πρόσφατου ή του νωπού: H ~ του ψαριού. 2. (μτφ.) α. η ευδιαθεσία: Ένα μπάνιο δίνει αίσθηση φρεσκάδας και καθαρότητας στο σώμα. β. δροσερότητα: H ~ του προσώπου. γ. διανοητική γονιμότητα: H ~ του μυαλού / των ιδεών.

[φρέσκ(ος) -άδα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go