Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φουφού
2 εγγραφές [1 - 2]
φουφού η [fufú] Ο37 : (προφ.) κινητή συνήθ. κατασκευή (εστία) από λαμαρίνα, χυτοσίδηρο ή πηλό, με τρία ή τέσσερα πόδια, που τη χρησιμοποιούσαν για μαγείρεμα.

[ιταλ. (γενοβ. διάλ.) fogon `τετράγωνη ψησταριά για μαγείρεμα στα καράβια΄ > *φουγού ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [f] και του υπερ. [γ] και κλειστή προφ. του [o] ) > φουβού και αφομ. ηχηρ. [f-v > f-f] (δες και -ού 4)]

φουφούλα η [fufúla] Ο25 : 1. το πίσω και κάτω μέρος της νησιώτικης βράκας που έχει σούρα και είναι φουσκωτό. || (επέκτ.) η βράκα. 2. φαρδύ και σουρωτό παντελονάκι, κυρίως για παιδιά ή για γυναίκες, που συγκρατείται συνήθ. με τιράντες.

[;]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες