Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φουσκώνω
1 εγγραφή
φουσκώνω [fouskóno] Ρ1α μππ. φουσκωμένος : 1α. μεγεθύνω και διευρύ νω κτ. γεμίζοντάς το με αέρα (ή αέρια). ANT ξεφουσκώνω: ~ το μπαλό νι / τα ελαστικά του αυτοκινήτου / το σωσίβιο / την ελαστική βάρκα. Φούσκωσε τα μάγουλά του και φύσηξε δυνατά. || Ο αέρας φουσκώνει τα πανιά του ιστιοφόρου, (φυσώντας) τα γεμίζει, τα κάνει να παίρνουν κυρτό σχήμα. β. γεμίζω με αέρα και διογκώνομαι: Φούσκωσαν τα λάστιχα / τα μάγουλα. 2α. αυξάνουν οι διαστάσεις, ο όγκος μου, διογκώνομαι, διαστέλλομαι: Φούσκωσε ο καφές / η ζύμη / το ψωμί / το τσουρέκι. Φούσκω σε το γάλα και άρχισε να χύνεται. Tο ποτάμι ήταν φουσκωμένο από τα νερά της βροχής. Φούσκωσε ο τοίχος / το πάτωμα από την υγρασία. β. πρήζομαι: Φούσκωσε το στομάχι μου από το πολύ φαΐ. Φούσκωσε το στήθος της από την εγκυμοσύνη. (προφ. έκφρ.) τη φούσκωσε / της φούσκωσε την κοιλιά, την άφησε έγκυο. 3. (μτφ.) α. αυξάνω το μέγεθος, τις διαστάσεις σε σχέση με την πραγματικότητα, υπερβάλλω, διογκώνω κτ.: Mην τα φουσκώνεις και τόσο τα πράγματα / τα γεγονότα. Φουσκωμένος λογαριασμός, αυξημένος σε σχέση με την πραγματική αξία αυτών που καταναλώθηκαν. Φουσκωμένο πορτοφόλι, με πολλά χρήματα (για άνθρωπο πλούσιο). ΦΡ έχει φουσκωμένη τσέπη*. || (έκφρ.) μας το φούσκωσε, (για προϊόν) μας ξεγέλασε, μας το πούλησε πολύ ακριβά. ΦΡ ~ τα μυαλά κάποιου, κάνω κπ. να πιστέψει ότι μπορεί να καταφέρει πράγματα πέρα και πάνω από τις (πραγματικές) δυνατότητές του: Ποιος του φούσκωσε τα μυαλά και θέλει να γίνει ηθοποιός; β. δυσκολεύομαι στην αναπνοή, λαχανιάζω: Φούσκωσα από το τρέξιμο / τον ανήφορο. γ. περηφανεύομαι, κορδώνομαι, ιδίως στις εκφράσεις φουσκώνει κάποιος σαν γάλος* / διάνος*. φουσκώνει το στήθος μου από υπερηφάνεια, είμαι πολύ υπερήφανος για κτ. ΦΡ φουσκωμένο ασκί*. δ. (για δέντρα, φυτά) είμαι έτοιμος για (νέα) βλάστηση: Φούσκωσαν τα δέντρα / τα κλαδιά. ε. (για θάλασσα) φουρτουνιάζω, σηκώνω μεγάλα κύματα.

[μσν. φουσκώνω < φούσκ(α) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες