Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- φορολογούμενος -η -ο [foroloγúmenos] Ε5 : που πληρώνει φόρο: Ως ~ πολίτης έχω απαιτήσεις από το κράτος. || (συχνά ως ουσ.) ο φορολογούμενος: Mέτρα σε βάρος των φορολογουμένων.
[λόγ. μπε. του φορολογώ]



