Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- φοροδιαφεύγω [foroδiafévγo] Ρ αόρ. φοροδιέφυγα, απαρέμφ. φοροδιαφύγει : κάνω φοροδιαφυγή.
[λόγ. φορο(διαφυγή) + διαφεύγω κατά το σχ.: διαφυγή - διαφεύγω (η σύνθ. είναι έξω από τους κανόνες της ελλην.)]



