Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: φοινικιά
1 item total
φοινικιά η [finiká] Ο24 : ο φοίνικας 1.

[φοινίκ(ι) `χουρμάς΄ (δες στο φοινίκι) -ιά ή αρχ. φοινικ- (δες στο φοίνικας 1) -ιά αναλ. προς άλλα ον. δέντρων σε -ιά 1]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go