Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: φοβισμένος
1 item total
φοβισμένος -η -ο [fovizménos] Ε3 μππ. των φοβάμαι, φοβίζω : που έχει φοβηθεί, που τον έχουν φοβίσει: Φοβισμένο παιδί. Ήταν πολύ ~ από όσα είδε κι άκουσε. φοβισμένα ΕΠIΡΡ: Mε κοίταξε ~.

[μππ. του φοβίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go