Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- φοβισμένος -η -ο [fovizménos] Ε3 μππ. των φοβάμαι, φοβίζω : που έχει φοβηθεί, που τον έχουν φοβίσει: Φοβισμένο παιδί. Ήταν πολύ ~ από όσα είδε κι άκουσε.
φοβισμένα ΕΠIΡΡ: Mε κοίταξε ~. [μππ. του φοβίζω]



