Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φιλανδικός -ή -ό [filanδikós] & φινλανδικός -ή -ό [finlanδikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Φινλανδία ή στους Φινλανδούς ή προέρχε ται από αυτή ή από αυτούς: Φιλανδική κυβέρνηση / γλώσσα. Φιλανδικά προϊόντα. || (ως ουσ.) η φιλανδική, τα φιλανδικά, η φιλανδική γλώσσα.
φιλανδικά & φινλανδικά ΕΠIΡΡ σε φιλανδική γλώσσα: Kείμενο γραμμένο ~. [φινλ-: λόγ. Φινλανδ(ία) -ικός < γερμ. Finnland -ία (ορθογρ. δαν.)· φιλ-: αποβ. του ριν. πριν από το [l] για διευκόλυνση της άρθρ.]
- φιλανδοποίηση η [filanδopíisi] & φινλανδοποίηση η [finlanδopíisi] Ο33 : διαδικασία με την οποία μια χώρα οδηγείται σε στρατιωτική και πολιτική ουδετερότητα.
[φινλ-: λόγ. Φινλανδ(ία) -ο- + -ποίηση απόδ. αγγλ. finlandization· φιλ-: αποβ. του ριν. κατά το φιλανδικός]