Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: φιλόσοφος
1 item total
φιλόσοφος ο [filósofos] Ο20α θηλ. φιλόσοφος [filósofos] Ο36 : 1. αυτός που ασχολείται με τη φιλοσοφία, που ερευνά ή διδάσκει στην περιοχή της φιλοσοφίας: Οι αρχαίοι φιλόσοφοι. Ο Πλάτων ήταν μεγάλος ~. Yλιστές / ιδεαλιστές / σκεπτικοί φιλόσοφοι. Φιλόσοφοι που ανήκουν σε διαφορετικές σχολές. 2. αυτός που, σε επίπεδο καθημερινότητας, προσπαθεί να πάρει μιαν απόσταση, να αρθεί από την αμεσότητα, την επιφανειακότητα και τη λεπτομέρεια των πραγμάτων και να τα αντιμετωπίσει εμβαθύνοντας στη σκέψη του και δίνοντας συνολικές ερμηνείες ή απαντήσεις, βασισμένες στη γνώση και κυρίως στην εμπειρία: ~ της καθημερινής ζωής.

[λόγ.: 1: αρχ. φιλόσοφος· 2: σημδ. γαλλ. philosophe < λατ. philosophus < αρχ. φιλόσοφος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go