Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: φιλοχρήματος
1 item total
φιλοχρήματος -η -ο [filoxrímatos] Ε5 : που αγαπάει υπερβολικά το χρήμα, που δίνει μεγάλη σημασία στην απόκτησή του· παραδόπιστος.

[λόγ. < αρχ. φιλοχρήματος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go