Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: φιλολογικός
1 item total
φιλολογικός -ή -ό [filolojikós] Ε1 : 1. που αφορά τη φιλολογία ή το φιλόλογο, που ανήκει ή που βασίζεται στη φιλολογία, που γίνεται με τα μέσα της: Φιλολογική έρευνα / εργασία / μέθοδος / έκδοση. ~ κλάδος. Φιλολογική επιμέλεια / φροντίδα / κριτική. Φιλολογικό ψευδώνυμο / περιοδικό. 2. (μτφ.) στεγνά επιστημονικός, υπερβολικά ακριβής: Φιλολογική σχολαστικότητα. φιλολογικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < γαλλ. philologique < philolog(ie) = φιλολογ(ία) -ique = -ικός (στη σημ. 1)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go