Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: φθινοπωρινός
1 item total
φθινοπωρινός -ή -ό [fθinoporinós] Ε1 : που έχει σχέση με το φθινόπωρο: α. που χαρακτηρίζει το φθινόπωρο: ~ καιρός. β. που γίνεται, παρουσιάζεται, συμβαίνει κατά το φθινόπωρο: Φθινοπωρινές βροχές / ασχολίες. Φθινοπωρινά φρούτα. Φθινοπωρινά φύλλα, κιτρινισμένα, έτοιμα να πέσουν. Φθινοπωρινή ισημερία*. Φθινοπωρινή μελαγχολία, που προκαλείται εξαιτίας του φθινοπώρου. Φθινοπωρινά ρούχα, που φοριούνται το φθινόπωρο.

[λόγ. < αρχ. φθινοπωρινός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go