Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: φαρσί
1 item total
φαρσί [farsí] επίρρ. : (προφ.) τέλεια, άπταιστα (κυρ. για τη γνώση ξένων γλωσσών): Mιλάει ~ τα αγγλικά / τα γερμανικά. || (επέκτ.): Ξέρω / λέω το μάθημα ~, το ξέρω, το κατέχω πολύ καλά.

[τουρκ. farsi `περσικά΄ (η λ. από τα περσ.), επειδή κάποιος που ήξερε περσικά θεωρούνταν ικανός στις ξένες γλώσσες]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go