Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- φαρδαίνω [farδéno] Ρ7.4α : ANT στενεύω (κυρ. για ρούχα) α. κάνω κτ. πιο μεγάλο στο πλάτος, το ευρύνω: Πήγα το φόρεμα στη μοδίστρα να μου φαρδύνει τη μέση / τα μανίκια. β. γίνομαι πλατύς, αποκτώ μεγαλύτερο πλάτος: Ξαφνικά ο δρόμος άρχισε να φαρδαίνει. Aδυνάτισα και μου φάρδυνε το παντελόνι.
[μσν. φαρδαίνω < φαρδ(ύς) -αίνω]



