Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φαλάκρα
2 εγγραφές [1 - 2]
φαλάκρα η [falákra] Ο25 : 1. ολοκληρωτική έλλειψη μαλλιών, που οφείλεται σε οριστική πτώση των τριχών σε ολόκληρο το κεφάλι ή σε ένα μέρος του: H αλωπεκίαση είναι συχνή αιτία φαλάκρας. Γιατί οι γυναίκες μόνο πολύ σπάνια κάνουν ~; 2. το γυμνό κεφάλι ή τμήμα του κεφαλιού: Tον διέκρινα ανάμεσα στους άλλους από τη ~ του.

[ελνστ. φαλάκρα]

φαλάκρας ο [falákras] Ο3 : (προφ.) φαλακρός άντρας.

[φαλάκρ(α) -ας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες