Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: φάτσα
1 item total
φάτσα η [fátsa] Ο25 : 1. (οικ.) το πρόσωπο, από το μέτωπο ως το πιγούνι· όψη, μούτρο, μούρη: Συμπαθητική / αντιπαθητική / χαρούμενη / λυπημέ νη / αστεία ~. Aν έβλεπες τις φάτσες τους, θα σ΄ έπιαναν τα γέλια. || Δε μου αρέσει η ~ κάποιου, δεν τον βρίσκω όμορφο ή συμπαθητικό και ως έκφρα ση, δεν τον εμπιστεύομαι. 2. (λαϊκότρ.) άτομο, ιδίως ύποπτο και μάλλον επικίνδυνο: Tα βράδια μαζεύονται στο μαγαζί κάτι περίεργες φάτσες. 3. όψη, πρόσοψη: Tο οικόπεδο / σπίτι / διαμέρισμα έχει ~ στη θάλασσα. 4. (ως επίρρ.) ακριβώς απέναντι: Kάθεται ~ στο σπίτι μας. ΦΡ ~ κάρτα, απέναντι. φατσούλα η YΠΟKΟΡ.

[ιταλ. faccia ή βεν. fazza· φάτσ(α) -ούλα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go