Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: υψηλόβαθμος
1 item total
υψηλόβαθμος -η -ο [ipsilóvaθmos] Ε5 : χαρακτηρισμός προσώπου που βρίσκεται υψηλά σε μια ιεραρχία: ~ υπάλληλος. Yψηλόβαθμο στέλεχος.

[λόγ. υψηλ(ός) -ο- + βαθμ(ός) -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go