Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- υφαλοκρηπίδα η [ifalokripíδa] Ο26 : (γεωγρ.) η περιοχή του θαλάσσιου πυθμένα που περιβάλλει τις ακτές μιας ηπειρωτικής ή νησιωτικής περιοχής και στην οποία το παράκτιο κράτος ασκεί αποκλειστικά κυριαρχικά δικαιώματα μόνο για τη διερεύνηση και την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων· (πρβ. αιγιαλίτιδα ζώνη*): Hπειρωτική / νησιωτική ~. Δημιουργήθηκε θέμα προσδιορισμού της υφαλοκρηπίδας του Aιγαίου.
[λόγ. ύφαλ(ος) -ο- + κρηπ(ίς) -ίδα μτφρδ. ιταλ. zoccolo continentale]



