Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: υπόδουλος
1 item total
υπόδουλος -η -ο [ipóδulos] Ε5 : που τον έχουν υποδουλώσει: Yπόδουλοι πληθυσμοί. ~ λαός. || (ως ουσ.) οι υπόδουλοι.

[λόγ. < ελνστ. ὑπόδουλος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go