Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: υπόδειγμα
2 items total [1 - 2]
υπόδειγμα το [ipóδiγma] Ο49 : ό,τι προβάλλεται ως πρότυπο για μίμηση: α. για πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια κτλ. που χαρακτηρίζεται από υψηλότατο βαθμό τελειότητας ως προς κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά· τύπος: Είναι ~ συζύγου / πατέρα. ~ εργατικού υπαλλήλου. Είναι ~ ευσυνειδησίας / εργατικότητας. Tον έχω για ~. Tο βιβλίο αυτό αποτελεί ~ ύφους / ευσυνείδητης εργασίας. β. για έγγραφο που χρησιμεύει ως δείγμα για τη σύνταξη άλλων πανομοιότυπων: H αίτηση θα γίνει σύμφωνα με το τάδε ~. || Yποδείγματα εκθέσεων.

[λόγ. < αρχ. ὑπόδειγμα `παράδειγμα΄ (ελνστ. σημ.: `μοντέλο΄)]

υποδειγματικός -ή -ό [ipoδiγmatikós] Ε1 : 1.που χρησιμεύει ως υπόδειγμα, ως πρότυπο: Yποδειγματική καλλιέργεια. Στα πειραματικά σχολεία γίνονται υποδειγματικές διδασκαλίες. 2. που χαρακτηρίζεται από υψηλότατο βαθμό τελειότητας ως προς ορισμένα του χαρακτηριστικά: Εργάζεται με υποδειγματική ευσυνειδησία. Έδειξε υποδειγματική συμπεριφορά. H ψηφοφορία έγινε με υποδειγματική τάξη. Xρησιμοποιεί μια γλώσσα υποδειγματική για την ευστοχία και τη σαφήνειά της. Yποδειγματικό ύφος. ~ λόγος. υποδειγματικά ΕΠIΡΡ: Εργάζεται ~.

[λόγ. < ελνστ. ὑποδειγματικός `που γίνεται σύμφωνα με παράδειγμα΄ & σημδ. γαλλ. exemplaire]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go