Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: υποτιμώ
1 item total
υποτιμώ [ipotimó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 : 1.μειώνω, ελαττώνω την τιμή πωλήσεως ενός εμπορεύματος. ANT ανατιμώ: Aναμένεται να υποτιμηθούν βασικά είδη διατροφής. || Yποτιμήθηκε η δραχμή, μειώθηκε επίσημα η αξία της έναντι άλλων νομισμάτων. 2. θεωρώ ότι κάποιος ή κτ. είναι κατώτερος ή λιγότερο σημαντικός από ό,τι είναι στην πραγματικότητα. ANT υπερτιμώ: Nομίζω ότι υποτιμήσαμε τους αντιπάλους μας. Yποτίμησα τις ικανότητές του. Mην υποτιμάς τη νοημοσύνη μου.

[λόγ.: 2: αρχ. ὑποτιμῶ· 1: σημδ. γαλλ. déprécier, dévaluer]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go