Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: υποστήριξη
1 item total
υποστήριξη η [ipostíriksi] Ο33 : η ενέργεια του υποστηρίζω. 1. τοποθέτηση στηρίγματος κάτω από κτ. 2. (μτφ.) α. η ηθική ή υλική βοήθεια προς κπ.: Έχω / εξασφαλίζω την ~ κάποιου. || (στρατ.): Επιλαρχία / τάγμα / ταξιαρχία υποστηρίξεως, για μονάδα του στρατού που παρέχει τα απαιτούμενα εφόδια, υλικά ή τις αναγκαίες υπηρεσίες στις μάχιμες μονάδες. || Tεχνική ~, η βοήθεια που παρέχεται από τον κατασκευαστή ή τον αντιπρόσωπο ενός προϊόντος κτλ. και που εξασφαλίζει τη σωστή λειτουργία ή χρήση του. β. η έγκριση και ενίσχυση προσώπων, ιδεών, απόψεων κτλ.: H πρότασή του βρήκε θερμή ~. Έχει τη λαϊκή ~.

[λόγ. υποστηρικ- (υποστηρίζω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go