Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- υποκοριστικός -ή -ό [ipokoristikós] Ε1 : που εκφράζει μια έννοια σμίκρυνσης συνήθ. με χροιά χαϊδευτική ή ειρωνική (γατάκι, παιδαρέλι) και σπανιότερα την έννοια του περίπου (θα έρθω το βραδάκι), μια ευγενικότερη παράκληση (κάνε μου ένα καφεδάκι) κτλ.: Yποκοριστικές καταλήξεις. Yποκοριστικά ρήματα. || (ως ουσ.) το υποκοριστικό, λέξη με υποκοριστική σημασία.
[λόγ. < ελνστ. ὑποκοριστικός]



