Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: υποκλοπή
1 item total
υποκλοπή η [ipoklopí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υποκλέπτω: ~ υπογραφής. Οι μαγνητοταινίες είναι προϊόντα υποκλοπής. || ~ τηλεφωνημάτων, παράνομη παρακολούθηση τηλεφωνικών συνδιαλέξεων.

[λόγ. υπο(κλέπτω) -κλοπή κατά το σχ.: αρχ. κλέπτω (δες κλέβω) - κλοπή]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go