Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: υποδούλωση
1 item total
υποδούλωση η [ipoδúlosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υποδουλώνω. 1. η στέρηση της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας ενός λαού ή ενός ατόμου, το οποίο έχει περιέλθει στην άμεση εξουσία και δικαιοδοσία κάποιου άλλου: H ~ των Ελλήνων στους Tούρκους. 2. (μτφ.) ολοκληρωτική υποταγή σε κάποιο πάθος, χωρίς καμιά δυνατότητα ενεργητικής αντίδρασης.

[λόγ. υποδουλω- (δες υποδουλώνω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go