Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: υποβολή
1 item total
υποβολή η [ipovolí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υποβάλλω. 1. κατάθεση ενός εγγράφου σε μια αρχή ή σε μια υπηρεσία: ~ αιτήσεως / δικαιολογητικών / υπομνήματος. Kαθυστερεί η ~ του νομοσχεδίου. H προθεσμία υποβολής των φορολογικών δηλώσεων λήγει στις 15 του μηνός. || ~ προτάσεων / υποψηφιότητας / συγχαρητηρίων. 2. (ψυχ.) εξαιρετικά έντονη επίδραση την οποία ασκεί κάποιος στον ψυχικό και διανοητικό κόσμο ενός ανθρώπου, χωρίς αυτός να έχει συνείδηση της επιρροής την οποία υφίσταται: H ~ αποτελεί μέθοδο θεραπείας ψυχικών ασθενειών.

[λόγ. < αρχ. ὑποβολή `υπόδειξη, αναφορά΄ σημδ. γαλλ. action de soumettre, suggestion]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go