Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: υπερωικός
1 item total
υπερωικός -ή -ό [iperoikós] Ε1 : (γλωσσ.) 1. για φωνήεν που σχηματίζεται με το πίσω μέρος της γλώσσας υψωμένο προς την υπερώα: Yπερωικά φωνήεντα είναι το [o] και το [u]. 2. για σύμφωνο που σχηματίζεται με το πίσω μέρος της γλώσσας και το μαλακό ουρανίσκο: Tο “κ” είναι υπερωικό, όταν ακολουθεί σύμφωνο, [a] ή υπερωικό φωνήεν.

[λόγ. υπερώ(α) -ικός μτφρδ. γαλλ. vélaire]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go