Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: υπεράνθρωπος
1 item total
υπεράνθρωπος -η -ο [iperánθropos] Ε5 : 1.που ξεπερνά τα όρια των ανθρώπινων δυνατοτήτων ή που απαιτεί μεγάλη αντοχή και θέληση: Ο γιατρός κατέβαλε υπεράνθρωπες προσπάθειες για να σώσει τον άρρωστο. Ο αγώνας ήταν ~. 2. (ως ουσ.) ο υπεράνθρωπος: α. στη φιλοσοφία του Nίτσε, ανώτερος τύπος ανθρώπου. β. άνθρωπος προικισμένος, που φαίνεται να ξεπερνά τα όρια του φυσιολογικού. γ. φανταστικό πρόσωπο εικονογραφημένων αναγνωσμάτων με υπερφυσική δύναμη· σούπερμαν. υπεράνθρωπα ΕΠIΡΡ.

[λόγ.: 1: ελνστ. ὑπεράνθρωπος `ανώτερος από άνθρωπο΄ & σημδ. γαλλ. surhumain· 2: σημδ. γερμ. ῦbermensch]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go