Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: υπενθυμίζω
1 item total
υπενθυμίζω [ipenθimízo] Ρ2.1α : θυμίζω σε κπ. κτ. που δεν πρέπει να ξεχάσει: Σου ~ ότι αύριο λήγει η προθεσμία για την υποβολή των αιτήσεων. Δε χρειάζεται να μου υπενθυμίζεις κάθε τόσο τις υποχρεώσεις μου. Σας υπενθυμίζουμε ότι το πρόβλημα δεν εμφανίζεται για πρώτη φορά.

[λόγ. υπ(ο)- ενθυμίζω κατά το αρχ. ὑπομιμνήσκω (ίδ. σημ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go