Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: υπάρχων
1 item total
υπάρχων -ουσα -ον [ipárxon] Ε12 : (λόγ.) που υπάρχει ή που συμβαίνει, που ισχύει αυτή τη στιγμή: Οι υπάρχουσες συνθήκες δε μου το επιτρέπουν. Mε τους υπάρχοντες νόμους… Tο υπάρχον πολιτικό σύστημα. Όπως προκύπτει από τα υπάρχοντα στοιχεία. || (ως ουσ.) τα υπάρχοντα*.

[λόγ. < αρχ. ὑπάρχων μεε. του ὑπάρχω σημδ. γαλλ. existant]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go