Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: υδροδότηση
1 item total
υδροδότηση η [iδroδótisi] Ο33 : η παροχή νερού σε μια περιοχή μέσο δικτύου: Διακοπή της υδροδότησης. Aνωμαλίες στην ~ της πόλης λόγω συντήρησης του δικτύου.

[λόγ. υδροδοτη- (υδροδοτώ) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go