Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: υδατοστεγής
1 item total
υδατοστεγής -ής -ές [iδatostejís] Ε10 : αδιάβροχος.

[λόγ. υδατο- + αρχ. στέγ(ω) `σκεπάζω ερμητικά΄ -ής (πρβ. ελνστ. ὑδασιστεγής, ίδ. σημ.) ή από σφαλερή γραφή του ελνστ. ὑδασιστεγής σε παλιά χγφ. μτφρδ. αγγλ. waterproof]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go