Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τυφλοπόντικας
1 εγγραφή
τυφλοπόντικας ο [tiflopóndikas] Ο5 : μικρό εντομοφάγο τρωκτικό, με πολύ μικρά μάτια και αδύνατη όραση, που ζει κάτω από τη γη σε υπόγειες στοές που τις σκάβει με τα κατάλληλα διαμορφωμένα μπροστινά του πόδια· ασπάλακας: Zει σαν τον τυφλοπόντικα, σε ανήλιο ή υπόγειο χώρο.

[τυφλ(ός) -ο- + ποντικός, μεταπλ. -ας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες