Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: τσούζω
1 item total
τσούζω [tsúzo] Ρ2.2α : 1. για ουσία που προκαλεί ελαφρό αλλά οξύ πόνο που μοιάζει με κάψιμο: Tο οινόπνευμα τσούζει στην πληγή. Θα με τσούξεις με το ιώδιο. || Tα μάτια μου είναι ερεθισμένα και (με) τσούζουν. || Tο κρύο τσούζει, είναι διαπεραστικό, τσουχτερό. 2. (μτφ., οικ.) α. με σκληρό τρόπο που θίγει, κάνω κπ. να συναισθανθεί το λάθος του: H παρατήρηση ήταν πολύ αυστηρή και τον έτσουξε. Λόγια που τσούζουν. β. για υπερβολική ακρίβεια: Οι τιμές στα πολυτελή καταστήματα / ξενοδοχεία τσούζουν. ΦΡ το / τα τσούζω, πίνω πολύ κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά: Kάθε βράδυ στην ταβέρνα το τσούζει.

[μσν. τσούζω `με πονάει κτ., κρεμώ κπ. σε καπνό για τιμωρία΄ < τσούκζω < περσ. suqt `φωτιά΄ ή αρχ. σίζω `σφυρίζω, τσιτσιρίζω (για καυτό μέταλλο που το βουτάμε στο νερό)΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go