Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: τσουχτερός
1 item total
τσουχτερός -ή -ό [tsuxterós] Ε1 : που τσούζει. 1. Tσουχτερό κρύο, δυνατό και διαπεραστικό. ~ αέρας, πολύ κρύος. ~ χειμώνας, που έχει τσουχτερό κρύο. 2. (μτφ., οικ.) α. για επικριτικά λόγια που θίγουν βαθιά: Οι παρατηρήσεις του ήταν πολύ τσουχτερές. || Ήταν πολύ ~ στις παρατηρήσεις του. β. για πολύ υψηλές τιμές, για μεγάλη ακρίβεια: Οι τιμές των φρούτων είναι πολύ τσουχτερές. Kατάστημα πολύ τσουχτερό στις τιμές του. τσουχτερά ΕΠIΡΡ: Tου τα είπα πολύ ~ για να καταλάβει τι έκανε.

[τσουκ- (τσούζω) -τερός με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go