Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: τσουρέκι
1 item total
τσουρέκι το [tsuréki] Ο44 : είδος αφράτου, γλυκού ψωμιού που το ζυμώνουν με γάλα, βούτυρο και αυγά: Πασχαλινό ~ μ΄ ένα κόκκινο αυγό στη μέση. Πλάθω τα τσουρέκια σε πλεξίδες και σε κουλούρες. τσουρεκάκι το YΠΟKΟΡ.

[τουρκ. ὀἔrek ( [ἔ > u] από επίδρ. του [r] )]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go