Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- τσουλήθρα η [tsulíθra] Ο25 : κατασκευή για παιχνίδι υπαίθριου χώρου, που αποτελείται από μία επικλινή και λεία επιφάνεια που στην κορυφή της ανεβαίνουν με σκαλίτσα, και από όπου τα παιδιά καθιστά γλιστρούν προς τα κάτω: H παιδική χαρά έχει κούνιες, τραμπάλες και τσουλήθρες. || Kάνω ~, παίζω γλιστρώντας στην τσουλήθρα ή σε άλλη επικλινή επιφάνεια ή κατασκευή.
[τσουλ(ώ) -ήθρα]



