Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- τσιτάτο το [tsitáto] Ο39 : απόσπασμα από το έργο συγγραφέα ή άλλης γνωστής προσωπικότητας, που το αναφέρει κάποιος για να στηρίξει τις απόψεις του, συνήθ. ειρωνικά ή επικριτικά: Mιλάει με τσιτάτα, με συνεχείς αναφορές σε κείμενα, κυρίως πολιτικά.
[λόγ. < γερμ. Zitat -ον < λατ. citare (μππ. citatus) `ανακαλώ γρήγορα΄]



