Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: τσιτάτο
1 item total
τσιτάτο το [tsitáto] Ο39 : απόσπασμα από το έργο συγγραφέα ή άλλης γνωστής προσωπικότητας, που το αναφέρει κάποιος για να στηρίξει τις απόψεις του, συνήθ. ειρωνικά ή επικριτικά: Mιλάει με τσιτάτα, με συνεχείς αναφορές σε κείμενα, κυρίως πολιτικά.

[λόγ. < γερμ. Zitat -ον < λατ. citare (μππ. citatus) `ανακαλώ γρήγορα΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go