Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσιμπίδα
1 εγγραφή
τσιμπίδα η [tsimbíδa] Ο26 : μεταλλικό εργαλείο με δύο σκέλη που ανοίγουν και κλείνουν· το χρησιμοποιούν για να πιάνουν κτ. και να το τραβούν: Bγάζω / τραβώ με την ~ τα κάρβουνα / τα κάστανα από τη φωτιά, μασιά. (έκφρ.) …να το(ν) πιάνεις με την ~!, για κπ. ή κτ. που, επειδή είναι βρόμικο(ς), αηδιαστικό(ς) κτλ. δε θέλουμε να το(ν) ακουμπήσουμε. ΦΡ του τα βγάζεις με την ~, πολύ δύσκολα τον κάνεις να μιλήσει, δύσκο λα του παίρνεις λόγια· ΣYN ΦΡ του τα βγάζεις με το τσιγκέλι. κπ. τον πιάνει η ~ (του νόμου / της αστυνομίας / της εφορίας κτλ.), τον συλλαμβάνουν να παρανομεί.

[ίσως αρχ. ἐμπίς, αιτ. -ίδα `κουνούπι΄ παρετυμ. τσιμπώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες