Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- τσιγκούνης -α -ικο [tsiŋgúnis] Ε9 : 1. αυτός που έχει τη μανία να μαζεύει υλικά αγαθά και να διαθέτει ελάχιστα για τον εαυτό του ή για τους άλλους· φιλάργυρος, σπαγγοραμμένος: Είναι τόσο ~ που δε δίνει ούτε του αγγέλου του νερό. Είναι τέτοια τσιγκούνα αυτή, που μετράει και τη δεκάρα της. Tι τσιγκούνικο παιδί είσαι συ! || (ως ουσ.) ο τσιγκούνης, θηλ. τσιγκούνα: Ο ~ δε χαίρεται τα λεφτά του. 2. (μτφ., οικ.) για άνθρωπο φειδωλό σε ηθική ή ψυχική προσφορά: ~ στους επαίνους / στις εκδηλώσεις αγάπης.
τσιγκούναρος* ο MΕΓΕΘ στο ουσ. [τουρκ. çingen(e) (αρχική σημ.: `Τσιγγάνος΄) -ης ( [e > u] από επίδρ. των υπερ. [g] και [ŋ] )]



