Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- τσακωμός ο [tsakomós] Ο17 : η ενέργεια του τσακώνομαι· καβγάς: Έγινε μεγάλος ~ χωρίς λόγο. Aτέλειωτοι τσακωμοί για το μοίρασμα της περιουσίας.
[τσακώ(νομαι) -μός]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[τσακώ(νομαι) -μός]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |