Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσίγκος
1 εγγραφή
τσίγκος ο [tsíŋgos] Ο18 : ψευδάργυρος κατεργασμένος σε λεπτά φύλλα: Έφτιαξε με τσίγκους ένα πρόχειρο υπόστεγο. || μείγμα ψευδαργύρου που το χρησιμοποιούν οι ελαιοχρωματιστές. || πλάκα ψευδαργύρου ή και άλλου υλικού που χρησιμοποιείται στην τσιγκογραφία.

[ιταλ. zinco, zingo < γαλλ. zinc < γερμ. Zink]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες