Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: τσάγαλο
1 item total
τσάγαλο το [tsáγalo] Ο41 : ο καρπός της αμυγδαλιάς, όταν είναι ακόμη χλωρός και έχει το πρασινωπό σαρκώδες περίβλημα.

[τουρκ. çağala εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ. (από τα περσ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go