Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: τρόφιμο
2 items total [1 - 2]
τρόφιμο το [trófimo] Ο40 (συνήθ. πληθ.) : ό,τι χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για τη διατροφή του: Kατάστημα τροφίμων. Στην αγορά υπάρχει επάρκεια / έλλειψη τροφίμων. Έκανε μεγάλες προμήθειες από τρόφιμα.

[λόγ. εν. < ελνστ. πληθ. τρόφιμα, τά ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. τρόφιμος `θρεπτικός΄]

τρόφιμος ο [trófimos] Ο19 θηλ. τρόφιμος [trófimos] Ο36 : αυτός που ζει και διατρέφεται σε ίδρυμα ή σε άσυλο: ~ ορφανοτροφείου / γηροκομείου / αναμορφωτηρίου / φυλακής / ψυχιατρείου.

[λόγ. < αρχ. τρόφιμος `θετό παιδί΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go