Dictionary of Standard Modern Greek
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
- τρόφιμο το [trófimo] Ο40 (συνήθ. πληθ.) : ό,τι χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για τη διατροφή του: Kατάστημα τροφίμων. Στην αγορά υπάρχει επάρκεια / έλλειψη τροφίμων. Έκανε μεγάλες προμήθειες από τρόφιμα.
[λόγ. εν. < ελνστ. πληθ. τρόφιμα, τά ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. τρόφιμος `θρεπτικός΄]



