Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: τριχόπτωση
1 item total
τριχόπτωση η [trixóptosi] Ο33 : τοπική ή διάχυτη, μικρή ή μεγάλη απώλεια των τριχών, κυρίως των μαλλιών, που συμβαίνει συνήθ. μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα.

[λόγ. τριχ- (δες τρίχα) -ο- + πτώ(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go