Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: τρισευτυχισμένος
1 item total
τρισευτυχισμένος -η -ο [triseftixizménos] Ε3 : που είναι πάρα πολύ ευτυχισμένος· πανευτυχής: Zουν τρισευτυχισμένοι οι δυο τους. τρισευτυχισμένα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. τρισ- + ευτυχισμένος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go