Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: τραυματισμός
1 item total
τραυματισμός ο [travmatizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τραυματίζω: Σωματικός / ψυχικός ~. Ήταν αυτόπτες μάρτυρες του τραυματισμού μου. Ο βαρύς ~ του τον οδήγησε στο θάνατο, τα τραύματα.

[λόγ. < ελνστ. τραυματισμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go