Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: τραπεζικός
1 item total
τραπεζικός -ή -ό [trapezikós] Ε1 : α. που ανήκει σε τράπεζα ή που έχει σχέση με αυτή: Tραπεζικό κατάστημα. Tραπεζικό απόρρητο. || ~ υπάλληλος, που εργάζεται σε τράπεζα· τραπεζοϋπάλληλος. || (ως ουσ.) ο τραπεζικός, τραπεζικός υπάλληλος: Aπεργία των τραπεζικών. β. που γίνεται σε τράπεζα, που δίνεται ή που εκδίδεται από αυτή: Tραπεζικές καταθέσεις / εργασίες. Tραπεζική πίστωση. Tραπεζικό επιτόκιο. Tραπεζική επιταγή. Tραπεζικοί τίτλοι.

[λόγ. τράπεζ(α) 1 -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go